-
1 скважина
η γεώτρησ/ηартезианская - το αρτεσιανό φρέαρ/πηγάδιнефтяная - η πετρε-λαιοπηγή, το φρεάτιο ανόρυξης του πετρελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скважина
-
2 вера
вер||аж1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:\вера в будущее πίστη στό μέλλον2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις].